- κατατάσιες
- κατάτασιςstretchingfem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοικίδιος — α, ο (ΑΜ κατοικίδιος, ον, Α ποιητ. θηλ. κατοικάς, Μ θηλ. και α) (για ζώα) αυτός που διαμένει στο σπίτι, αυτός που ζει κοντά στον άνθρωπο (α. «η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο» β. «κατοικίδιαι ὄρνεις», Γεωπ.) αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται… … Dictionary of Greek